ψαράδικος — η, ο 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο ψάρεμα ή στον ψαρά, ο αλιευτικός. 2. το ουδ. ως ουσ., ψαράδικο το ψαροκάικο, το αλιευτικό πλοιάριο. 3. το ουδ. πληθ. ως ουσ., ψαράδικα τα ιχθυοπωλεία, η ψαραγορά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αλιευτικός — ή, ό (Α ἁλιευτικός, ή, όν) [ἁλιεύω] 1. ο σχετικός με το ψάρεμα ή ο κατάλληλος γι’ αυτό, ο ψαράδικος 2. το θηλ. ως ουσ. η αλιευτική (ενν. τέχνη) η τέχνη τού ψαρέματος, η ψαρική νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το αλιευτικό μηχανοκίνητο συνήθως πλοιάριο… … Dictionary of Greek
ραγιάδικος — η, ο, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ραγιά 2. αυτός τού οποίου οι τρόποι και η συμπεριφορά έχουν δουλικότητα ή δηλώνουν υποταγή, δουλοπρεπής, αναξιοπρεπής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ραγιάδες, πληθ. τού ραγιάς + κατάλ. ικος (πρβλ. φαγάδ ικος,… … Dictionary of Greek
Αλεξανδρούπολη — Πόλη (48.885 κάτ.) στα παράλια της Δυτικής Θράκης και σε απόσταση περίπου 14,5 χλμ. από τα ελληνοτουρκικά σύνορα. Απλώνεται σε έκταση 104 τ. χλμ. μαζί με τους γύρω οικισμούς και είναι πρωτεύουσα του νομού Έβρου καθώς και του ομώνυμου δήμου. Το… … Dictionary of Greek